- περίβασις
- -εως, ἡ, Α [περιβαίνω]1. το βάδισμα γύρω γύρω, η πορεία σε κύκλο2. περιστροφή, περιφορά, περίοδος, γύρος («οὐρανοῡ ταχύτητα τὴν περὶ ταῡτα περίβασιν», Ερμητ. Κείμ.)3. (κυρίως για επίδεσμο) το μέρος ενός πράγματος το οποίο περιβάλλει κάτι («ἐσχίσθω ὁ ἱμὰς τὴν ἀμφὶ τὸ οὖς περίβασιν» — ας σχίσει τον επίδεσμο με τέτοιο τρόπο ώστε να περιβάλλει το αφτί, Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.